Το βιβλίο του John Brunner, Stand on Zanzibar, είναι ένα από τα πιο δύσκολα βιβλία που έχω διαβάσει – ή μάλλον ακούσει, αφού μόνο σε audiobook κατάφερα να καταλάβω τι γίνεται – ποτέ.
Είναι ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, που εξελίσσεται σε ένα μάλλον δυστοπικό μέλλον, και σε έναν κόσμο όπου υπάρχει μια σχετική ευμάρεια, αλλά λόγω του υπερπληθυσμού, το ζήτημα της αναπαραγωγής είναι φλέγον, και σε πολλές χώρες ρυθμιζόμενο από νομοθεσία.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1968, και την επόμενη χρονιά του απονεμήθηκε το βραβείο Hugo.
Δύο είναι οι λόγοι που έκαναν την ανάγνωση αυτού του βιβλίου δύσκολη. Πρώτον, η αργκό. Χρησιμοποιεί πολλές λέξεις και εκφράσεις που, σαν Έλληνας αναγνώστης, δεν μπορείς να καταλάβεις αν δεν βγάζουν νόημα επειδή έχεις κενό στα αγγλικά σου, ή απλά τις έπλασε ο Brunner για το βιβλίο. (tip: το δεύτερο είναι)
Το δεύτερο πρόβλημα είναι η δομή του βιβλίου. Το βιβλίο αποτελείται από τέσσερις γραμμές αφήγησης. Η μια είναι η κύρια, με την πλοκή και τους πρωταγωνιστές, και οι άλλες τρεις είναι ‘δορυφόροι’, που άμεσα ή έμμεσα έχουν κάποια σχέση με την πρώτη, αλλά συνήθως τα ίδια τους τα κεφάλαια είναι ασύνδετα. Και το καλύτερο απ’ όλα είναι ότι και οι τέσσερις αφηγήσεις γίνονται παράλληλα, κεφάλαιο προς κεφάλαιο. Μεγάλο μπέρδεμα.
Όταν (αν) κάποια στιγμή ο αναγνώστης καταφέρει να ξεμπερδέψει και να κατανοήσει την πληροφορία που του δίνει το βιβλίο, τότε βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν απροσδόκητα καλοστημένο κόσμο και μια όχι και τόσο ενδιαφέρουσα πλοκή, σχετικά με την διαμάχη των υπερδυνάμεων στο πεδίο της γενετικής βελτίωσης του ανθρωπίνου είδους. Οι χαρακτήρες είναι αδιάφοροι, με την μεγάλη εξαίρεση του Chad Mulligan, ενός δευτερεύοντα χαρακτήρα, με μια βαθύτατα κυνική προσέγγιση προς την ανθρώπινη φύση.
Από το Stand on Zanzibar θα κρατήσω τον παράξενο και καλοστημένο κόσμο του, και τον Chad Mulligan, αλλά η παράξενη δομή του, η κάπως αδιάφορη πλοκή του, καθώς και το μεγάλο του μέγεθος (σχεδόν 700 σελίδες) με εμποδίζει από το να το προτείνω.
5/10